- βουνίσιος, -ια, -ιο
- αντίθ. καμπίσιος ο ορεινός: Χρειαζόμαστε βουνίσιο αέρα για αναζοωγόνηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζυγιώτης — ο (θηλ. ζυγιώτισσα) [ζυγός] ο κάτοικος τών κορυφών τών βουνών, ορεσίβιος, βουνίσιος … Dictionary of Greek
παλαιοαρκτική περιοχή — Μία από τις ζώνες της ζωογεωγραφικής ολοαρκτικής περιοχής. Βρίσκεται στα Ν της αρκτικής ζώνης και περιλαμβάνει τα ασιατικά δάση ταϊγκά, κωνοφόρα ανάμεικτα και πλατύφυλλα δάση της Ευρώπης, καθώς και τα δάση ταϊγκά της Βόρειας Αμερικής, ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
αγριομερινός — ή, ό αυτός που ζει σ άγρια μέρη, βουνίσιος: Άνθρωπος αγριομερινός δεν ήξερε τις συνήθειες των ανθρώπων της πόλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορεινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο όρος ή είναι του όρους: Ορεινό κλίμα. 2. αυτός που έχει πολλά βουνά: Ορεινή χώρα. 3. αυτός που μένει στα όρη, αλλ. ορεσίβιος, βουνίσιος: Ορεινοί κάτοικοι της περιοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορεσίβιος — α, ο αυτός που ζει στο βουνό, ο βουνίσιος: Ορεσίβιοι κάτοικοι της χώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσολιάς — ο πληθ. άδες 1. που φοράει τσόλια (βλ. λ.), που είναι ντυμένος με φτηνά ρούχα. 2. μτφ., βουνίσιος, ορεσίβιος. 3. στρατιώτης εύζωνος, ο εύζωνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)